-
1 αἰ-πόλος
αἰ-πόλος (für αἰγο-πόλος, anders Plat. Cratyl. 408 c), ὁ, Ziegenhirt, Hom. nur αἰπόλοι ἄνδρες Il. 2, 474, αἰπόλος ἀνήρ 4, 275, Μελάνϑιος (-ον) αἰπόλος (-ον) αἰγῶν Od. 17, 247. 369. 20, 173. 21, 175. 265. 22, 135. 142. 161. 182; ποιμὴν αἰπ. Cratin. (11, 182); sp. D., wie Theocr. 1, 1.
См. также в других словарях:
σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… … Dictionary of Greek